- τἄρια
- Ἄρια , Ἄριοςneut nom/voc/acc plἌρια , Ἄριοςneut nom/voc/acc plἄρια , ἄριοιneut nom/voc/acc plἔρια , ἔριονwoolneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαλατάρης — ταριά, τάρικο ο γαλάρης … Dictionary of Greek
ζυμωταριά — η [ζυμώνω] η σκάφη όπου ζυμώνεται το αλεύρι, το ζυμωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζυμώνω + κατάλ. ταριά (πρβλ. ξαπλω ταριά, ψησ ταριά)] … Dictionary of Greek
βάφω — και βάφτω (AM βάπτω) 1. εμβαπτίζω, βυθίζω κάτι σε νερό ή άλλο υγρό (α. «έβαψα το ψωμί μου στο λάδι» β. «βάπτω εἰς ὕδωρ» γ.»βάπτω τἄρια θερμῷ» βυθίζω τα μαλλιά σε ζεστό νερό) 2. (για σιδερένιο ή άλλα εργαλείο) σκληρύνω, στομώνω («βάφω το σκεπάρνι» … Dictionary of Greek